καταντλῶ

καταντλῶ
καταντλέω
pour
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
καταντλέω
pour
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
καταντλέω
pour
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
καταντλέω
pour
pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταντλώ — καταντλῶ, έω (AM) 1. χύνω άφθονο νερό ή υγρό πάνω σε κάποιο αντικείμενο, περιλούω 2. κατακλύζω με φλυαρία, φλυαρώ ακατάσχετα …   Dictionary of Greek

  • αντλώ — (Α ἀντλῶ, έω) νεοελλ. παίρνω κάποιο υγρό με αντλία αρχ. 1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου 2. παίρνω νερό από κάπου 3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» το να ματαιοπονεί κάποιος 4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή …   Dictionary of Greek

  • κατάντλημα — κατάντλημα, τὸ (Α) [καταντλώ] 1. λουτρό 2. θερμό επίθεμα, κομπρέσα …   Dictionary of Greek

  • κατάντλησις — κατάντλησις, ἡ (Α) [καταντλώ] η επίχυση άφθονου ύδατος …   Dictionary of Greek

  • καταντλητικός — καταντλητικός, ή, όν (Α) [καταντλώ] αυτός που αναφέρεται στην κατάντληση …   Dictionary of Greek

  • προκαταντλώ — έω, Α αντλώ ή χύνω τελείως εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταντλῶ «χύνω, περιλούω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”